maintenance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
maintenance < maintain + -ance

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maintenance (en) (μη μετρήσιμο)

  • η συντήρηση, η διατήρηση μιας συσκευής, εγκατάστασης κτλ. σε καλή κατάσταση
    ⮡  The combination of correct nutrition and exercise contributes to the maintenance of one’s health.
    Ο συνδυασμός της σωστής διατροφής και της άθλησης συντελεί στη διατήρηση της υγείας.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maintenance (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  maintenir