muscolo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
muscolo < λατινική musculus, υποκοριστικό του mus.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
muscolo muscoli

muscolo (it) αρσενικό