Werkzeug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvɛʁkˌt͡sɔɪ̯k/
- ⓘ
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Werk‐zeug
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Werkzeug (de) ουδέτερο
Werkzeug (de) ουδέτερο