Untergrund

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Untergrund (de) αρσενικό

  1. υπέδαφος
  2. παρανομία, το να παραμένει κάποιος άγνωστος στις αρχές

Σύνθετα

[επεξεργασία]