Schiff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Schiff | die | Schiffe |
γενική | des | Schiffs Schiffes |
der | Schiffe |
δοτική | dem | Schiff Schiffe |
den | Schiffen |
αιτιατική | das | Schiff | die | Schiffe |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schiff (de) (πληθυντικός Schiffe) ουδέτερο
- πλοίο
- Das Schiff durchpflügt die Meere. - Το πλοίο οργώνει τις θάλασσες.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Schiff αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Schiff < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Schiff αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Schiff < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Schiff αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)