Stockwerk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Stockwerk (de) ουδέτερο

  • ο όροφος, το πάτωμα
    dieses Gebäude hat zwanzig Stockwerke - αυτό το κτήριο έχει είκοσι ορόφους