Stimmung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Stimmung | die | Stimmungen |
γενική | der | Stimmung | der | Stimmungen |
δοτική | der | Stimmung | den | Stimmungen |
αιτιατική | die | Stimmung | die | Stimmungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Stimmung (de) θηλυκό
- ατμόσφαιρα (το υλικό, διανοητικό, ηθικό περιβάλλον)