Roméo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Roméo (fr) αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, Ρωμαίος
  2. (οικείο) ο σύντροφος, ο εραστής



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Roméo < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Roméo αρσενικό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], φύλλο Miehet kaikki



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Roméo < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Roméo αρσενικό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [2]