ID
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ID | IDs |
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ID (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ταυτότητα, το έγγραφο που αποδεικνύει το ποιος είναι ο φέρων
- ⮡ ID check - έλεγχος ταυτοτήτων
- ⮡ a student ID - φοιτητική ταυτότητα
- ⮡ After the age of fourteen, issuing an ID is required.
- Μετά την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών η έκδοση ταυτότητας είναι υποχρεωτική.
- συντομογραφία για το Idaho, μια από τις Πολιτείες των ΗΠΑ