Apotheker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Apotheker | die | Apotheker |
γενική | des | Apothekers | der | Apotheker |
δοτική | dem | Apotheker | den | Apothekern |
αιτιατική | den | Apotheker | die | Apotheker |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Apotheker (de) αρσενικό