decrease

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
decrease decreases

decrease (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η μείωση, η ελάττωση, η απομείωση
    ⮡  The increase in inflation means, in effect, a decrease in incomes.
    Η άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην πράξη μείωση των εισοδημάτων.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας decrease
γ΄ ενικό ενεστώτα decreases
αόριστος decreased
παθητική μετοχή decreased
ενεργητική μετοχή decreasing

decrease (en) (μάλλον επίσημο)