decrease
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
decrease | decreases |
decrease (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η μείωση, η ελάττωση, η απομείωση
- ⮡ The increase in inflation means, in effect, a decrease in incomes.
- Η άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην πράξη μείωση των εισοδημάτων.
- ⮡ The increase in inflation means, in effect, a decrease in incomes.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | decrease |
γ΄ ενικό ενεστώτα | decreases |
αόριστος | decreased |
παθητική μετοχή | decreased |
ενεργητική μετοχή | decreasing |
decrease (en) (μάλλον επίσημο)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω, περιορίζω, κάνω κάτι να γίνει μικρότερο σε μέγεθος, αριθμό κτλ.· γίνομαι μικρότερος σε μέγεθος, αριθμό κτλ.
- ⮡ She decreased the speed.
- Μείωσε την ταχύτητα.
- ⮡ His influence started to decrease.
- Η επιρροή του άρχισε να μειώνεται.
- ⮡ decreased demand - ελαττωμένη ζήτηση
- ⮡ They will decrease our wages.
- Θα ελαττώσουν τους μισθούς μας.
- ⮡ The population of my village decreased by half.
- Ο πληθυσμός του χωριού μου ελαττώθηκε στο μισό.
- ⮡ Our oil stock decreased.
- Τα αποθέματά μας σε πετρέλαιο λιγόστεψαν.
- ⮡ I’m decreasing my expenses.
- Περιορίζω τα έξοδά μου.
- ≈ συνώνυμα: bring down, cool, cool down, cool off, cut, decline, drop, drop off, fall, fall off, go down, lower, on the decline, plummet και reduce
- ≠ αντώνυμα: increase
- ⮡ She decreased the speed.