saga
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]saga (en)
- βασικά σκανδιναβική επική ιστορια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- saga < αρχαία σκανδιναβική
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
saga | sagas |
saga (fr) θηλυκό
Λιθουανικά (lt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]saga (lt)