obsolete

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 08:12, 23 Ιουλίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py update labels ετικέτες)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

obsolete (en)

  1. (για λέξεις, εξοπλισμό κλπ) απαρχαιωμένος, παρωχημένος
  2. (βιολογία) ατελώς ανεπτυγμένος