nation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- nation < μέση αγγλική nacion, nacioun < παλαιά γαλλική nation, nacion, nasion < λατινική nationem < natio
Ουσιαστικό
nation (en)
Συγγενικά
- antenatal
- innate
- nascent
- natal
- nation building
- native
- nativism
- nativity
- nativization
- natural
- naturalism
- nature
- naturism
- prenatal
Σύνθετα
Γαλλικά (fr)
Προφορά
Ουσιαστικό
nation (fr) θηλυκό