lekarstwo

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 18:01, 29 Σεπτεμβρίου 2010 από τον Vanished user Xorisdtbdfgonugyfs (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα: =={{-pl-}}== {{pl-κλίσ-'królestwo'|lekarstw}} ==={{ετυμολογία}}=== {{τ|pl|{{PAGENAME}}}} < ''από το ρήμα'' {{τ|pl|leczyć}} ==={{προφορά}}===...)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική lekarstwo lekarstwa
γενική lekarstwa lekarstw
δοτική lekarstwu lekarstwom
αιτιατική lekarstwo lekarstwa
οργανική lekarstwem lekarstwami
τοπική lekarstwu lekarstwach
κλητική lekarstwo lekarstwa

Ετυμολογία

lekarstwo (pl) < από το ρήμα leczyć (pl)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

lekarstwo (pl) ουδέτερο

  1. το φάρμακο

Συνώνυμα