lecture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

lecture (en)

  1. η διάλεξη


Ετυμολογία

lecture < Πρότυπο:ετυμ μσν la lectura

Ουσιαστικό

lecture (fr) θηλυκό

  1. η ανάγνωση
  2. το διάβασμα

Συγγενικά