kurczę

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 18:26, 13 Μαΐου 2017 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (διαγραφή των interwikis)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
kurczę (1)

kurczę (pl) ουδέτερο

  1. το κοτοπουλάκι

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

kurczę (pl)

  1. δείχνει έκπληξη ή κατάπληξη, αμάν