jeopardise

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 03:44, 25 Μαρτίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας jeopardise
γ΄ ενικό ενεστώτα jeopardises
αόριστος jeopardised
παθητική μετοχή jeopardised
ενεργητική μετοχή jeopardising

jeopardise (en) (επίσημο)