influo
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | influo | influoj |
αιτιατική | influon | influojn |
influo (eo)
- η επιρροή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | influo | influoj |
αιτιατική | influon | influojn |
influo (eo)