baume

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 18:17, 17 Αυγούστου 2022 από τον Τυχαίος Χρήστης (συζήτηση | συνεισφορές) (αντικατάσταση ετυμ la)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

baume < basme < λατινική balsamum < αρχαία ελληνική βάλσαμον

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
baume baumes

baume (fr) αρσενικό