bail

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 14:55, 29 Αυγούστου 2023 από τον Llevantine (συζήτηση | συνεισφορές) (Ουσιαστικό)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bail (en)

he was released on bail - αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
bail baux

bail (fr) αρσενικό