tenir tête

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 17:08, 23 Μαΐου 2017 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (διαγραφή των interwikis)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tenir tête → δείτε τις λέξεις tenir και tête

Ρηματική έκφραση

[επεξεργασία]

tenir tête (fr)

  1. αντιστέκομαι, ανθίσταμαι
  2. πάω κόντρα στον άνεμο