tab
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tab < συντομογραφία από τις λέξεις: tabulate, tabulator, ή tabulation
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tab (en)
- η ετικέτα
- (πληροφορική) στηλογνώμονας, στηλοθέτης [1]
- (πληροφορική) το πλήκτρο στο πληκτρολόγιο για τον ομώνυμο χαρακτήρα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- tab στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «στηλοθέτης» από αναζήτηση « tab» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.