[go: up one dir, main page]

Étymologie

modifier
Du grec ancien δελτίον, deltíon, diminutif de δέλτος, déltos (« tablette pour écrire, écriture »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  δελτίο τα  δελτία
Génitif του  δελτίου των  δελτίων
Accusatif το  δελτίο τα  δελτία
Vocatif δελτίο δελτία

δελτίο, deltío \ðɛl.ˈti.ɔ\ neutre

  1. Carte (petit carton comportant divers types de renseignements).
    • Δελτίο εισιτηρίου.
      Billet, titre de transport.
    • Δελτίο ταυτότητας.
      Carte d'identité.
  2. Bulletin.
    • Δελτίο ειδήσεων.
      Bulletin de nouvelles.
    • Αρχαιολογικό δελτίο.
      Bulletin archéologique.