δελτίο
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | δελτίο | τα | δελτία |
Génitif | του | δελτίου | των | δελτίων |
Accusatif | το | δελτίο | τα | δελτία |
Vocatif | δελτίο | δελτία |
δελτίο, deltío \ðɛl.ˈti.ɔ\ neutre
- Carte (petit carton comportant divers types de renseignements).
- Δελτίο εισιτηρίου.
- Billet, titre de transport.
- Δελτίο ταυτότητας.
- Carte d'identité.
- Δελτίο εισιτηρίου.
- Bulletin.
- Δελτίο ειδήσεων.
- Bulletin de nouvelles.
- Αρχαιολογικό δελτίο.
- Bulletin archéologique.
- Δελτίο ειδήσεων.