σύγκρουση
Greek
editNoun
editσύγκρουση • (sýgkrousi) f (plural συγκρούσεις)
Declension
editDeclension of σύγκρουση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | σύγκρουση • | συγκρούσεις • | |
genitive | σύγκρουσης • | συγκρούσεων • | |
accusative | σύγκρουση • | συγκρούσεις • | |
vocative | σύγκρουση • | συγκρούσεις • | |
Older or formal genitive singular: συγκρούσεως • |
Synonyms
edit- (conflict): σύρραξη f (sýrraxi, “conflict, brawl”)
Related terms
edit- αλληλοσυγκρουόμενος (allilosygkrouómenos, “conflicting”)
Further reading
edit- σύγκρουση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el