κατράμι
Greek
editNoun
editκατράμι • (katrámi) n (plural κατράμια)
- tar
- Χρησιμοποίησαν το ακριβότερο κατράμι για τον καινούργιο δρόμο.
- Chrisimopoíisan to akrivótero katrámi gia ton kainoúrgio drómo.
- They used the most expensive tar for the new road.
Declension
editDeclension of κατράμι
See also
edit- πίσσα f (píssa)