καλλυντικό
Greek
editNoun
editκαλλυντικό • (kallyntikó) n
Declension
editDeclension of καλλυντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλλυντικό • | καλλυντικά • |
genitive | καλλυντικού • | καλλυντικών • |
accusative | καλλυντικό • | καλλυντικά • |
vocative | καλλυντικό • | καλλυντικά • |
Adjective
editκαλλυντικό • (kallyntikó)
- accusative masculine singular of καλλυντικός (kallyntikós)
- nominative neuter singular of καλλυντικός (kallyntikós)
- accusative neuter singular of καλλυντικός (kallyntikós)
- vocative neuter singular of καλλυντικός (kallyntikós)