[go: up one dir, main page]

See also: ἀπών

Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek, the present participle ἀπών of the verb ἄπειμι "I am absent".

Adjective

edit

απών (apónm (feminine απούσα, neuter απόν)

  1. absent
    Antonym: παρών (parón)

Declension

edit
Declension of απών
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απών (apón) απούσα (apoúsa) απόν (apón) απόντες (apóntes) απούσες (apoúses) απόντα (apónta)
genitive απόντος (apóntos) απούσας (apoúsas)
απούσης (apoúsis)
απόντος (apóntos) απόντων (apónton) απουσών (apousón) απόντων (apónton)
accusative απόντα (apónta) απούσα (apoúsa) απόν (apón) απόντες (apóntes) απούσες (apoúses) απόντα (apónta)
vocative απών (apón) απούσα (apoúsa) απόν (apón) απόντες (apóntes) απούσες (apoúses) απόντα (apónta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απών, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απών, etc.)

edit

Noun

edit

απών (apónm (plural απόντες, feminine απούσα)

  1. absentee

Declension

edit
singular plural
nominative απών (apón) απόντες (apóntes)
genitive απόντος (apóntos) απόντων (apónton)
accusative απόντα (apónta) απόντες (apóntes)
vocative απών (apón) απόντες (apóntes)