[go: up one dir, main page]

αδιαμφισβήτητος

Greek

edit

Adjective

edit

αδιαμφισβήτητος (adiamfisvítitosm (feminine αδιαμφισβήτητη, neuter αδιαμφισβήτητο)

  1. unquestionable, indisputable

Declension

edit
edit