φιλικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]φιλικός • (filikós) m (feminine φιλική, neuter φιλικό)
Declension
[edit]Declension of φιλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φιλικός • | φιλική • | φιλικό • | φιλικοί • | φιλικές • | φιλικά • |
genitive | φιλικού • | φιλικής • | φιλικού • | φιλικών • | φιλικών • | φιλικών • |
accusative | φιλικό • | φιλική • | φιλικό • | φιλικούς • | φιλικές • | φιλικά • |
vocative | φιλικέ • | φιλική • | φιλικό • | φιλικοί • | φιλικές • | φιλικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φιλικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φιλικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φιλικότερος • | φιλικότερη • | φιλικότερο • | φιλικότεροι • | φιλικότερες • | φιλικότερα • |
genitive | φιλικότερου • | φιλικότερης • | φιλικότερου • | φιλικότερων • | φιλικότερων • | φιλικότερων • |
accusative | φιλικότερο • | φιλικότερη • | φιλικότερο • | φιλικότερους • | φιλικότερες • | φιλικότερα • |
vocative | φιλικότερε • | φιλικότερη • | φιλικότερο • | φιλικότεροι • | φιλικότερες • | φιλικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φιλικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φιλικότατος • | φιλικότατη • | φιλικότατο • | φιλικότατοι • | φιλικότατες • | φιλικότατα • |
genitive | φιλικότατου • | φιλικότατης • | φιλικότατου • | φιλικότατων • | φιλικότατων • | φιλικότατων • |
accusative | φιλικότατο • | φιλικότατη • | φιλικότατο • | φιλικότατους • | φιλικότατες • | φιλικότατα • |
vocative | φιλικότατε • | φιλικότατη • | φιλικότατο • | φιλικότατοι • | φιλικότατες • | φιλικότατα • |
Related terms
[edit]- see: φίλος m (fílos, “friend”)
Further reading
[edit]- “φιλικός”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language