μιλάω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]Etymology
[edit]From μιλώ (miló) + -άω, inherited from Byzantine Greek ὁμιλῶ (homilô), μιλῶ, from Hellenistic Koine Greek ὁμῑλέω (homīléō), ancient sense "be in company with",[1] from ὅμῑλος (hómīlos).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μιλάω • (miláo) / μιλώ (imperfect μιλούσα/μίλαγα, past μίλησα, passive μιλιέμαι, p‑past μιλήθηκα, ppp μιλημένος)
- (most senses) to speak, talk
- Ας μιλάμε στον ενικό!
- As miláme ston enikó!
- Let's talk in the singular!
- Μιλάτε αγγλικά;
- Miláte angliká?
- Do you speak English?
- (intransitive, in passive) to have friendly relations, be on speaking terms
- Για κάποιο λόγο, δε μιλιούνται μεταξύ τους.
- Gia kápoio lógo, de milioúntai metaxý tous.
- For some reason, they don't have friendly relations.
Conjugation
[edit]μιλάω / μιλώ, μιλιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | μιλάω, μιλώ (ομιλώ →) | μιλήσω | μιλιέμαι | μιληθώ |
2 sg | μιλάς (μιλείς → ομιλώ) | μιλήσεις | μιλιέσαι | μιληθείς |
3 sg | μιλάει, μιλά (μιλεί) | μιλήσει | μιλιέται | μιληθεί |
1 pl | μιλάμε, μιλούμε | μιλήσουμε, [‑ομε] | μιλιόμαστε | μιληθούμε |
2 pl | μιλάτε (μιλείτε) | μιλήσετε | μιλιέστε, (‑ιόσαστε) | μιληθείτε |
3 pl | μιλάνε, μιλάν, μιλούν(ε) | μιλήσουν(ε) | μιλιούνται, (‑ιόνται) | μιληθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | μιλούσα, μίλαγα | μίλησα | μιλιόμουν(α) | μιλήθηκα |
2 sg | μιλούσες, μίλαγες | μίλησες | μιλιόσουν(α) | μιλήθηκες |
3 sg | μιλούσε, μίλαγε | μίλησε | μιλιόταν(ε) | μιλήθηκε |
1 pl | μιλούσαμε, μιλάγαμε | μιλήσαμε | μιλιόμασταν, (‑ιόμαστε) | μιληθήκαμε |
2 pl | μιλούσατε, μιλάγατε | μιλήσατε | μιλιόσασταν, (‑ιόσαστε) | μιληθήκατε |
3 pl | μιλούσαν(ε), μίλαγαν, (μιλάγανε) | μίλησαν, μιλήσαν(ε) | μιλιόνταν(ε), μιλιόντουσαν, μιλιούνταν | μιλήθηκαν, μιληθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα μιλάω, θα μιλώ ➤ | θα μιλήσω ➤ | θα μιλιέμαι ➤ | θα μιληθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα μιλάς, … | θα μιλήσεις, … | θα μιλιέσαι, … | θα μιληθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … μιλήσει έχω, έχεις, … μιλημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … μιληθεί είμαι, είσαι, … μιλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … μιλήσει είχα, είχες, … μιλημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … μιληθεί ήμουν, ήσουν, … μιλημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … μιλήσει θα έχω, θα έχεις, … μιλημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … μιληθεί θα είμαι, θα είσαι, … μιλημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | μίλα, μίλαγε | μίλησε, μίλα | — | μιλήσου |
2 pl | μιλάτε | μιλήστε | μιλιέστε | μιληθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | μιλώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας μιλήσει ➤ | μιλημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | μιλήσει | μιληθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- Μιλάτε αγγλικά; (Miláte angliká?, “Do you speak English?”)†
- Μιλάς αγγλικά; (Milás angliká?, “Do you speak English?”)†
- Μιλάτε πιο σιγά, παρακαλώ. (Miláte pio sigá, parakaló., “Please speak more slowly.”)
- † The 2nd person singular form is familiar and informal, used with family, friends, children and younger people — the plural is formal and polite, it is used with strangers and to give respect. (see:: T-V distinction)
Compounds of the verb -and see their derivatives-
- αγριομιλάω (agriomiláo), αγριομιλώ (agriomiló, “I speak harshly”)
- αντιμιλάω (antimiláo), αντιμιλώ
- γλυκομιλάω (glykomiláo, “I speak sweetly”), γλυκομιλώ
- κακομιλάω (kakomiláo, “I speak abrupty, harshly”), κακομιλώ
- καλομιλάω (kalomiláo, “I speak kindly”), καλομιλώ
- κρυφομιλάω (kryfomiláo, “I speak secretly”), κρυφομιλώ
- ξαναμιλάω (xanamiláo, “I speak again”), ξαναμιλώ
- παραμιλάω (paramiláo), παραμιλώ
- πολυμιλάω (polymiláo, “I speak too much”), πολυμιλώ
- πρωτομιλάω (protomiláo, “I speak for the first time”), πρωτομιλώ
Related terms
[edit]- αντιμίλημα n (antimílima, “contradiction, answer back”)
- αντιμιλώ (antimiló, “to contradict”)
- ακριβομίλητος (akrivomílitos, “speaking rarely”)
- αμίλητος (amílitos, “silent”)
- λιγομίλητος (ligomílitos)
- μίλημα n (mílima, “advice, instruction”)
- μιλημένος (miliménos, participle)
- μιλητός (militós, “hateful”, adjective)
- μιλιά f (miliá)
- and see: ομιλώ (omiló) for words with ομιλ-
References
[edit]- ^ μιλάω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language