εφευρετικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]εφευρετικός • (efevretikós) m (feminine εφευρετική, neuter εφευρετικό)
- inventive (of a person)
Declension
[edit]Declension of εφευρετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εφευρετικός • | εφευρετική • | εφευρετικό • | εφευρετικοί • | εφευρετικές • | εφευρετικά • |
genitive | εφευρετικού • | εφευρετικής • | εφευρετικού • | εφευρετικών • | εφευρετικών • | εφευρετικών • |
accusative | εφευρετικό • | εφευρετική • | εφευρετικό • | εφευρετικούς • | εφευρετικές • | εφευρετικά • |
vocative | εφευρετικέ • | εφευρετική • | εφευρετικό • | εφευρετικοί • | εφευρετικές • | εφευρετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφευρετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφευρετικός, etc.) |