See preposition εις.
εισ- • (eis-)
- to, in
- εισ- (eis-) + άγω (ágo, “lead”) → εισάγω (eiságo, “/iˈsaɣo/ import”)
- εισ- (eis-) + πλέω (pléo, “sail”) → εισπλέω (eispléo, “/isˈpleo/ enter port”)
- εισ- (eis-) + ρέω (réo, “flow”) → εισρέω (eisréo, “/izˈreo/ flow in”)
Category Greek terms interfixed with -εισ- not found