ασφάλιση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ασφάλιση • (asfálisi) f (plural ασφαλίσεις)
Declension
[edit]Declension of ασφάλιση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ασφάλιση • | ασφαλίσεις • | |
genitive | ασφάλισης • | ασφαλίσεων • | |
accusative | ασφάλιση • | ασφαλίσεις • | |
vocative | ασφάλιση • | ασφαλίσεις • | |
Older or formal genitive singular: ασφαλίσεως • |
Related terms
[edit]- αλληλασφάλεια f (allilasfáleia, “mutual insurance”)
- αντασφάλεια f (antasfáleia, “reinsurance”)
- αντασφαλίζω (antasfalízo, “to reinsure”)
- αντασφαλιστής m (antasfalistís, “reinsurer”)
- αντασφαλίστρια f (antasfalístria, “reinsurer”)
- ασφάλεια f (asfáleia, “security, insurance policy”)
- ασφαλής (asfalís, “safe”, adjective)
- ασφαλίζω (asfalízo, “to insurance, to provide security”)
- ασφαλιστήριος (asfalistírios, “insurance”, adjective)
- ασφαλιστής m (asfalistís, “insurer”)
- ασφαλιστικός (asfalistikós, “insurance”, adjective)
- ασφάλιστρο n (asfálistro, “insurance premium”)
- αυτασφάλεια f (aftasfáleia, “self-insurance”)
Further reading
[edit]- ασφάλιση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- ασφάλιση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language