ήπιος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἤπιος
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ήπιος • (ípios) m (feminine ήπια, neuter ήπιο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ήπιος • | ήπια • | ήπιο • | ήπιοι • | ήπιες • | ήπια • | |
genitive | ήπιου • | ήπιας • | ήπιου • | ήπιων • | ήπιων • | ήπιων • | |
accusative | ήπιο • | ήπια • | ήπιο • | ήπιους • | ήπιες • | ήπια • | |
vocative | ήπιε • | ήπια • | ήπιο • | ήπιοι • | ήπιες • | ήπια • |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ήπιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ήπιος, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ηπιότερος", etc)
|