ήπιος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: ἤπιος

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈi.pi.os/
  • Hyphenation: ή‧πι‧ος

Adjective

[edit]

ήπιος (ípiosm (feminine ήπια, neuter ήπιο)

  1. mild

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ήπιος  ήπια  ήπιο  ήπιοι  ήπιες  ήπια 
genitive ήπιου  ήπιας  ήπιου  ήπιων  ήπιων  ήπιων 
accusative ήπιο  ήπια  ήπιο  ήπιους  ήπιες  ήπια 
vocative ήπιε  ήπια  ήπιο  ήπιοι  ήπιες  ήπια 

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ήπιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ήπιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηπιότερος  ηπιότερη  ηπιότερο  ηπιότεροι  ηπιότερες  ηπιότερα 
genitive ηπιότερου  ηπιότερης  ηπιότερου  ηπιότερων  ηπιότερων  ηπιότερων 
accusative ηπιότερο  ηπιότερη  ηπιότερο  ηπιότερους  ηπιότερες  ηπιότερα 
vocative ηπιότερε  ηπιότερη  ηπιότερο  ηπιότεροι  ηπιότερες  ηπιότερα 

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ηπιότερος", etc)

Synonyms

[edit]
[edit]