[go: up one dir, main page]

      ενικός         πληθυντικός  
week weeks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

week (en)

  • η εβδομάδα
    ⮡  in the middle of the week - στα μέσα της εβδομάδας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία