world
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
world | worlds |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαworld (en)
- (μόνο ενικός) ο κόσμος, παγκόσμιος, η γη, με όλες τις χώρες, τους λαούς και τα φυσικά της χαρακτηριστικά
- ⮡ on the other side of the world/halfway across the world - στην άλλη άκρη του κόσμου
- ⮡ We have a large world map on our classroom.
- Έχουμε μεγάλο παγκόσμιο χάρτη στην τάξη μας.
- (μόνο ενικός, σε σύνθετα) παγκόσμιος, ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα του είδους τους στον κόσμο
- ⮡ a world record - παγκόσμιο ρέκορ
- ⮡ a world power - παγκόσμια δύναμη
- ο κόσμος, ένα συγκεκριμένο μέρος της γης· μια συγκεκριμένη ομάδα χωρών ή ανθρώπων· μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας και τους ανθρώπους αυτής της περιόδου
- ⮡ the western world - ο δυτικός κόσμος
- ⮡ the modern/ancient world - ο σύγχρονος/αρχαίος κόσμος
- (μόνο ενικός) ο κόσμος, η κοινωνία μας και τον τρόπο που ζουν και συμπεριφέρονται οι άνθρωποι· οι άνθρωποι στον κόσμο
- ⮡ All the world knows it.
- Όλος ο κόσμος το ξέρει.
- ⮡ They worked towards building a better world.
- Εργάστηκαν για το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου.
- ⮡ All the world knows it.
- ο κόσμος, ένα περιβάλλον που φαντάζεται ή δημιουργείται για παράδειγμα σε ένα βιντεοπαιχνίδι
- ⮡ His mind wandered fantastically, creating worlds filled with magic and adventure.
- Το μυαλό του ταξίδευε φανταστικά, δημιουργώντας κόσμους γεμάτους μαγεία και περιπέτεια.
- ⮡ His mind wandered fantastically, creating worlds filled with magic and adventure.
- ο κόσμος, ένα πλανήτης
- ⮡ Besides our own world there are other worlds.
- Εκτός από το δικό μας κόσμο υπάρχουν και άλλοι κόσμοι.
- ⮡ Besides our own world there are other worlds.