[go: up one dir, main page]

      ενικός         πληθυντικός  
world worlds

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

world (en)

  1. (μόνο ενικός) ο κόσμος, παγκόσμιος, η γη, με όλες τις χώρες, τους λαούς και τα φυσικά της χαρακτηριστικά
    ⮡  on the other side of the world/halfway across the world - στην άλλη άκρη του κόσμου
    ⮡  We have a large world map on our classroom.
    Έχουμε μεγάλο παγκόσμιο χάρτη στην τάξη μας.
  2. (μόνο ενικός, σε σύνθετα) παγκόσμιος, ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα του είδους τους στον κόσμο
    ⮡  a world record - παγκόσμιο ρέκορ
    ⮡  a world power - παγκόσμια δύναμη
  3. ο κόσμος, ένα συγκεκριμένο μέρος της γης· μια συγκεκριμένη ομάδα χωρών ή ανθρώπων· μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας και τους ανθρώπους αυτής της περιόδου
    ⮡  the western world - ο δυτικός κόσμος
    ⮡  the modern/ancient world - ο σύγχρονος/αρχαίος κόσμος
  4. (μόνο ενικός) ο κόσμος, η κοινωνία μας και τον τρόπο που ζουν και συμπεριφέρονται οι άνθρωποι· οι άνθρωποι στον κόσμο
    ⮡  All the world knows it.
    Όλος ο κόσμος το ξέρει.
    ⮡  They worked towards building a better world.
    Εργάστηκαν για το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου.
  5. ο κόσμος, ένα περιβάλλον που φαντάζεται ή δημιουργείται για παράδειγμα σε ένα βιντεοπαιχνίδι
    ⮡  His mind wandered fantastically, creating worlds filled with magic and adventure.
    Το μυαλό του ταξίδευε φανταστικά, δημιουργώντας κόσμους γεμάτους μαγεία και περιπέτεια.
  6. ο κόσμος, ένα πλανήτης
    ⮡  Besides our own world there are other worlds.
    Εκτός από το δικό μας κόσμο υπάρχουν και άλλοι κόσμοι.