qualifier
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαqualifier (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαqualifier (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- qualifiable
- qualifiant, qualifiante
- qualificateur
- qualificatif, qualificative
- qualification
- qualifié, qualifiée