pluck up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pluck up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plucks |
αόριστος | plucked |
παθητική μετοχή | plucked |
ενεργητική μετοχή | plucking |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpluck up (en)
ενεστώτας | pluck up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plucks |
αόριστος | plucked |
παθητική μετοχή | plucked |
ενεργητική μετοχή | plucking |
pluck up (en)