perfekto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perfekto | perfektoj |
αιτιατική | perfekton | perfektojn |
perfekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perfekto | perfektoj |
αιτιατική | perfekton | perfektojn |
perfekto (eo)