[go: up one dir, main page]

  Ετυμολογία

επεξεργασία
potens < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος possum (μπορώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpo.teːns/
 

potens, potens, potens

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική potens potens potens potentēs potentēs potentia
γενική potentis potentis potentis potentium potentium potentium
δοτική potentī potentī potentī potentibus potentibus potentibus
αιτιατική potentem potentem potens potentēs potentēs potentia
κλητική potens potens potens potentēs potentēs potentia
αφαιρετική potente/
potenti1
potente/
potenti1
potente/
potenti1
potentibus potentibus potentibus
1potente η επιρρηματική μετοχή και potenti η επιθετική
(Μετοχές)

  Επίθετο

επεξεργασία

potens, potens, potens