sabre
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- σπαθί με μεγάλη λαβή που προστατεύει το εξωτερικό μέρος των δακτύλων, συνήθως ελαφρά κυρτό και με μια κόψη, η σπάθη
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sabre | sabres |
sabre (fr) αρσενικό
- το σπαθί