saw
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
saw | saws |
saw (en)
- το πριόνι
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | saw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | saws |
αόριστος | sawed |
παθητική μετοχή | sawed, sawn |
ενεργητική μετοχή | sawing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
saw (en) (αόριστος : sawed, παθ. μτχ. : sawn)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαsaw (en)