[go: up one dir, main page]

  Προφορά

επεξεργασία

/ˈlæsəˌreɪt/

  Ετυμολογία en

επεξεργασία

? (λατινογενές)

lacerate (en) (μεταβατικό)

  1. κόβω βαθιά την σάρκα· κομματιάζω, κατακόβω, ξεσκίζω
    Συνώνυμα: cut
  2. (μεταφορικά) επικρίνω δεικτικά/σφόδρα/σφοδρά