[go: up one dir, main page]

  Ετυμολογία

επεξεργασία
label < (κληρονομημένο) μέση αγγλική label < παλαιά γαλλική label, lambel < φραγκική labba < πρωτογερμανική lappōn, lappô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leb-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈleɪbəl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
label labels

label (en)

  1. η ετικέτα
  2. η ετικέτα, ο συνήθως αυθαίρετος χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κάποιον
    ※  A name is a label that is used to distinguish one thing from another. [1]
    Το όνομα είναι μια ετικέτα που χρησιμοποιείται για να διακρίνει το ένα πράγμα από το άλλο.
  3. η μάρκα
ενεστώτας label
γ΄ ενικό ενεστώτα labels
αόριστος labelled, labeled
παθητική μετοχή labelled, labeled
ενεργητική μετοχή labelling, labeling
Βρετανική γραφή με δύο ll, αμερικανική με ένα.

label (en)

  1. κολλάω μια ετικέτα
  2. βάζω σε κάποιον μια ετικέτα, του αποδίδω έναν χαρακτηρισμό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characterize

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • label στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια 

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. (αγγλικά) What is a Computer Hostname?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2020-07-21. Προσπέλαση 2020-07-30.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
label labels

label (fr) αρσενικό