[go: up one dir, main page]

  Ετυμολογία

επεξεργασία
layman < lay + man

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈleɪmən/
  (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
layman laymen

layman (en)

  1. άσχετος με το αντικείμενο, μη ειδικός
  2. λαϊκός, μη κληρικός
     συνώνυμα: lay

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία