informal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | informal |
συγκριτικός | more informal |
υπερθετικός | most informal |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪnˈfɔɹm(ə)l/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαinformal (en)
- άτυπος, ανεπίσημος, που δε γίνεται σύμφωνα με ορισμένους τύπους, κανόνες ή νόμους
- ⮡ an informal meeting of ministers - άτυπη/ανεπίσημη συνάντηση υπουργών
- ⮡ an informal visit - μια ανεπίσημη επίσκεψη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- informal - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 65. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεπίσημος