[go: up one dir, main page]

ενεστώτας hail from
γ΄ ενικό ενεστώτα hails from
αόριστος hailed from
παθητική μετοχή hailed from
ενεργητική μετοχή hailing from

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hail from < → δείτε τις λέξεις hail και from

hail from (en)