kindle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | kindle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kindles |
αόριστος | kindled |
παθητική μετοχή | kindled |
ενεργητική μετοχή | kindling |
Ρήμα
επεξεργασίαkindle (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανάβω μια φωτιά, έναν πυρσό κλπ
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεσηκώνω, κάνω κάποιον να νιώθει ενδιαφέρον, συναίσθημα κ.λπ.
Πηγές
επεξεργασία- kindle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 609. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάβω, ξεσηκώνω