[go: up one dir, main page]

ενεστώτας kindle
γ΄ ενικό ενεστώτα kindles
αόριστος kindled
παθητική μετοχή kindled
ενεργητική μετοχή kindling

kindle (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ανάβω μια φωτιά, έναν πυρσό κλπ
    ⮡  The wood too wet to kindle.
    Τα ξύλα είναι υγρά και δεν ανάβουν.
    ⮡  The sparks kindled the dry hay.
    Οι σπίθες άναψαν το ξερό χορτάρι.
     συνώνυμα: ignite
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεσηκώνω, κάνω κάποιον να νιώθει ενδιαφέρον, συναίσθημα κ.λπ.
    ⮡  I kindle someone’s enthusiasm.
    Ξεσηκώνω τον ενθουσιασμό κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse