eliksiro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.liˈksi.ɾo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eliksiro | eliksiroj |
αιτιατική | eliksiron | eliksirojn |
eliksiro (eo)
- το ελιξίριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eliksiro | eliksiroj |
αιτιατική | eliksiron | eliksirojn |
eliksiro (eo)